προλέξαις

προλέξαις
προλέγω 1
pick out
aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic)
προλέγω 1
pick out
aor opt act 2nd sg
προλέγω 2
pick out
aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic)
προλέγω 2
pick out
aor opt act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”